- προφυλάσσομαι
- προφυλάσσομαι, προφυλάχθηκα και προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος βλ. πίν. 28
και πρβλ. προφυλάγομαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλοπροφυλάσσομαι — προφυλάσσομαι από κάποιον και αντίστοιχα τόν προφυλάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προφυλάσσω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
αφυλακτώ — ἀφυλακτῶ ( έω) (Α) [αφύλακτος] 1. είμαι αφύλαχτος, δεν προφυλάσσομαι 2. αμελώ, παραμελώ 3. φυλάγομαι κατά τρόπο ανεπαρκή … Dictionary of Greek
διευλαβούμαι — διευλαβοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. είμαι πολύ προσεκτικός, προφυλάσσομαι 2. σέβομαι, τιμώ … Dictionary of Greek
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
κοίον — κοῑον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από *κόF ιον, με σίγηση τού F , (πρβλ. κοῶ «ακούω» και λατ. cavere «προφυλάσσομαι εγγυώμαι»). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kavi και λυδ. kaveś] … Dictionary of Greek
κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… … Dictionary of Greek
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek